ἅβρωμα

ἅβρωμα
ἅβρωμα, τό,
A a woman's garment. Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άβρωμα — (abroma).Δέντρο της Ασίας, συγγενικό με το κακάο και την κόλα. Ο φλοιός του χρησιμοποιείται για την κατασκευή σχοινιών και υφασμάτων. Το όνομά του προέρχεται από τη λέξη βρώμα (= τροφή). Τα δέντρα του είδους χαρακτηρίζονται επιστημονικά ως… …   Dictionary of Greek

  • ἄβρωμα — ἄβρωμος free from smell neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφάβρωμα — ἀφάβρωμα, το (Α) μεγαρικό γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ < απο + άβρωμα «στολής γυναικείας είδος» (Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”